του Γ. Σεφέρη
(για την αποψινή πανσέληνο)
"Στην Ελλάδα έφτασα ως την άκρη. Η μοναξιά γίνεται συχνά συγκατάβαση, όπως το φεγγαρόφωτο. Αισθάνεσαι να σε βασανίζει μια ακατασίγαστη δίψα να ομολογήσεις και δεν υπάρχει τίποτε να ομολογήσεις. Παλεύεις, ή νομίζεις πως παλεύεις, γιατί δεν έχεις πια δύναμη."
... ... ...
"-Ώρα να φεύγουμε, του είπε. Να ρητορεύει κανείς στη χάση του φεγγαριού πάει κι έρχεται. Αλλά με πανσέληνο, το πράγμα μπορεί να γίνει επικίνδυνο.
Τον βοήθησε να σηκωθεί γελώντας.
-Αυτό το φως είναι ένας φαρμακωμένος χυμός, είπε ο Στράτης.
Είχε την εντύπωση πως η Ακρόπολη ήταν καινούργια ως εκείνο το βράδυ και πως δυο χιλιάδες χρόνια συμπιεσμένος καιρός είχε ξαφνικά τιναχτεί και την είχε κάνει συντρίμματα."
... ... ...
"Σαν έμεινε μόνος στην Ακρόπολη ο Στράτης
ανέβηκε σε μια πέτρα κι είπε:
Αναρίθμητο φως του φεγγαριού!
Συντρίμμια, σκαλωσιές!
Ω τσακισμένες κολόνες,
Ω μεγάλη ακαταστασία.
Ω φυγή!
Η Σφίγγα, η Λάλα, ο Καλλικλής, έφυγαν.
Ο Νώντας, ο Νικόλας, έφυγαν.
Έφυγε και η Σαλώμη.
Δικαιοσύνη!
Ήτανε τρυφερές οι γυναίκες που αγάπησα· μόνο που ο χωρισμός τις έντυνε με τη σιδερένια φορεσιά του, βιαστικά."